Σαβέλλιος

Σαβέλλιος
Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212-217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο Επίγονος. Καταδικάστηκε όμως από τον πάπα Κάλλιστο (217-222) και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Πτολεμαΐδα, ενώ σύμφωνα με άλλους έμεινε στη Ρώμη. Τα σχετικά με τη διδασκαλία του πληροφορούμαστε από τον Ιππόλυτο, τον Αθανάσιο, το Βασίλειο και τον Επιφάνιο, που έγραψαν εναντίον του. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σ., ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι τρεις ξεχωριστές υποστάσεις, αλλά τρεις τρόποι έκφανσης του ενός και του αυτού θεού, ο οποίος εμφανίστηκε ως πατήρ στη Δημιουργία, ως υιός στην απολύτρωση και ως Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Επομένως, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν υπάρχουν χωριστά στο θεό, αλλά είναι διαδοχικές του εκδηλώσεις σε σχέση με τον κόσμο. Η αιρετική αυτή διδασκαλία, που από πολλούς παλαιότερους ερευνητές κατατάχτηκε λανθασμένα στον πανθεϊσμό, ονομάστηκε σαβελλιανισμός και καταδικάστηκε από την Εκκλησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σαβελλίτης — ὁ, Α σαββελιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + κατάλ. ίτης (πρβλ. Σαββατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σαβελλίως — Α επίρρ. με τον Σαβέλλιο ή κατά την αίρεση τού Σαβελλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • σαβελλιανός — ο, ΝΑ οπαδός τού σαβελλιανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • σαβελλιόφρων — ον, Α αυτός που δέχεται και ακολουθεί την αίρεση τού Σαβελλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. Ελληνό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”